βρεγμένος

βρεγμένος
η , ο
1) мокрый; смоченный; намокший, промокший; 2) обмочившийся, описавшийся (о ребёнке); 3) пьяный;

§ σαν βρεγμένη γάτα — как в воду опущенный;

πάρε τα βρεγμένα σου και φύγε! — убирайся подобру-поздорову!;

πήρε τα βρεγμένα του κι' εφυγε — он ушёл посрамлённый;

βρεγμένο το θέλει το παξιμάδι — погов, ему дай яичко, облупи, да и в рот положи;

ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται — посл, спавши голову, по волосам не плачут


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βρεγμένος" в других словарях:

  • αιματόβρεχτος — και αιματοβρεγμένος, η, ο ο βρεγμένος, βουτηγμένος με αίμα, γεμάτος αίματα …   Dictionary of Greek

  • ακατάδευστος — ἀκατάδευστος, ον (Μ) [καταδεύω] αυτός που δεν είναι βρεγμένος, ο στεγνός …   Dictionary of Greek

  • αστράγγιστος — ιχτος και ιγος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει στραγγιχθεί, που δεν έχει υποστεί διήθηση («αστράγγιστο γιαούρτι») 2. εκείνος που είναι ακόμη βρεγμένος γιατί δεν του αφαιρέθηκε αρκετό υγρό με συμπίεση ἡ άπλωμα («αστράγγιστα ρούχα», «αστράγγιστο… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βουτηχτός — ή, ό [βουτώ] 1. αυτός που έχει βυθιστεί σε νερό, υγρό, χρέος κ.λπ. 2. βρεγμένος, σκεπασμένος από υγρό («βουτηχτός στη λάσπη», «βουτηχτός στο αίμα» κ.λπ.) 3. (για ψάρια και θαλασσινά) εκείνος που ψαρεύεται με βουτιές …   Dictionary of Greek

  • βρεχτός — (AM βρεκτός) [βρέχω] βρεγμένος, μαλακός …   Dictionary of Greek

  • δίβροχος — δίβροχος, ον (Α) ο ποτισμένος, βρεγμένος δύο φορές («ἐάν τε δίβροχον ἐάν τε τρίβροχον βούλη ποιεῑν», Διοσκουρίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βροχος < βροχή] …   Dictionary of Greek

  • δίομβρος — δίομβρος, ον (Α) [όμβρος] 1. βρεγμένος από τη βροχή 2. βροχερός …   Dictionary of Greek

  • δακρύβρεκτος — και δακρύβρεχτος, η, ο 1. ο βρεγμένος με δάκρυα 2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος 3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα) εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 …   Dictionary of Greek

  • δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • διάβροχος — η, ο (AM διάβροχος, ον) [διαβρέχω] βρεγμένος, καταμουσκεμένος αρχ. 1. δακρυσμένος 2. μεθυσμένος 3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»